ανεφοδίαστος

ανεφοδίαστος
-η, -ο
αυτός που δεν εφοδιάστηκε, δεν διαθέτει εφόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεφοδίαστος — η, ο αυτός που δεν πήρε εφόδια: Δυο μέρες τώρα ήταν ανεφοδίαστοι από τρόφιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακόσμητος — η, ο (Α ἀκόσμητος, ον) αδιακόσμητος, αστόλιστος αρχ. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος 2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος 3. ανεφοδίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”